Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πολιτική από

  • 1 θέση

    [-ις (-εως)] η
    1) место;

    πιάνω θέση — занимать место;

    αλλάζω θέση — пересаживаться;

    βάζω κάτι στη θέση του — положить (поставить) что-л, на место;

    όλες οι θέσεις είναι πιασμένες — все места заняты;

    λάβετε θέσεις! — по местам!;

    2) положение, расположение, местоположение;

    βάζω στην πρώτη θέση — выдвигать на первый план;

    η θέση τού σπιτιού (της πόλης) — местоположение дома (города);

    3) положение, состояние; ситуация;

    βρίσκομαι σε δύσκολη θέση — находиться в затруднительном, трудном положении;

    4) прям., перен. позиция;

    πολιτική από θέσεως ισχύος — политика с позиции силы;

    παίρνω θέση — высказываться, высказывать свою точку зрения;

    παίρνω σωστή θέση — занимать правильную позицию;

    ο εχθρός δυνάμωσε τίς θέσεις του — враг укрепил свои позиции;

    αναθεωρώ τη θέση μου — пересматривать свою позицию;

    5) долж- ность, место; положение;

    η κοινωνική θέση — социальное, общественное положение;

    διορίζομαι σε καλή θέση — получить хорошее место;

    τί θέση έχει; — какую должность он занимает?;

    6) класс, разряд;

    βαγόνι δεύτερης θέσης — вагон второго класса;

    7) положение, тезис;

    θέσεις της εισήγησης — тезисы доклада;

    θεμελιώδεις θέσεις — основные положения;

    8) постановка (вопроса); выдвижение (предложения);

    θέσ ζητήματος εμπιστοσύνης — постановка вопроса о доверии;

    9) диссертация;

    § έργο με θέση — социально направленное произведение;

    είμαι σε θέση να... — быть в состоянии... (сделать что-л,);

    δεν έχεις θέση εδώ — здесь тебе не место;

    αυτό δεν έχει θέση εδώ — это здесь ни к чему;

    τί θέση έχει αυτό εδώ; — причём здесь это?;

    στη θέση μου (σου, του — и т. д.) на моём (твоём, его и т. п.) месте;

    βάζω κάποιον στη θέση του — поставить кого-л. на своё место;

    θέσει μακρά συλλαβή — грам, долгий слог по положению

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > θέση

  • 2 τραβώ

    τραβάω (αόρ. (ε)τράβηξα, παθ. αόρ. τραβήχτηκα) 1. μετ.
    1) тянуть, тащить;

    τραβ τό σχοινί — тянуть верёвку;

    μη με τραβας — не тяни меня;

    τραβώ από το μανίκι — тянуть за рукав;

    κανείς δεν τον τραβάει με το ζόρι — его никто силой не тянет;

    2) дёргать, теребить; трепать, драть;

    τραβώ (από) τα μαλλιά (τό αυτί) — драть (трепать, таскать) за волосы (за уши);

    3) щипать (траву и т. п.);
    4) вытягивать, вытаскивать;

    τραβώ τη βάρκα στην αμμουδιά — вытаскивать лодку на берег;

    5) натягивать;
    τραβώ το σκοινί натягивать верёвку; 6) притягивать; 7) вытаскивать, вынимать; выхватывать (из ножен, кобуры); 8) черпать, выкачивать (воду, вино);

    τραβ νερό απ' το πηγάδι — доставать воду из колодца;

    9) наносить (удар, оскорбление);
    του τράβηξα ένα μπάτσο я дал ему пощёчину; του τράβηξε μιά πιστολιά он выстрелил в него из пистолета; του τράβηξα ένα βρισίδι я его оскорбил; 10) перен. тянуть, затягивать;

    τραβ μιαν υπόθεση — затягивать дело;

    11) втягивать (внутрь);

    τραβ μιά ρουφηξιά — затягиваться (папиросой и т. п.);

    12) затягивать (о болоте);
    13) требовать (дополнения к чему-л.);

    η σαρδέλλα τραβάει κρασί κ — сардинам идёт вино, сардины требуют вина;

    14) перен. влечь, тянуть; привлекать;

    τον τραβάει η επιστήμη — его влечёт к науке;

    με τραβάει

    στην πατρίδα меня тянет на родину;

    δεν με τραβάει η συντροφιά τους — меня не привлекает их компания;

    15) перен. брать, забирать;

    τραβώ λεφτά από... — брать деньги (из банка, с книжки и т. п.);

    τραβώ τό παιδί απ' το σχολειό — забирать ребёнка из школы;

    16) впитывать (воду, чернила и т. п.);
    17) терпеть, выносить, испытывать; τράβηξα πολλά (βάσανα) я много перенёс; 18) идти (с определённой скоростью); покрывать (расстояние);

    τό βαπόρι τραβάει δέκα μίλλια την ώρα — пароход делает десять миль в час;

    19) покупать, потреблять;

    καπνό, σταφίδα, κρασί, τα τραβάει το εξωτερικό — табак, изюм, вино идут за границу;

    20) эк выдавать (вексель);
    21) полигр, печатать; 22) карт, брать, тянуть (карту);

    § τραβώ γραμμή — проводить линию;

    τραβώ κουπί — грести;

    τραβάω τα μαλλιά μου — рвать на себе волосы;

    τραβώ κορδέλλα — тянуть резину;

    τραβώ κλήρο — тянуть жребий;

    τραβώ χέρι — отказываться, отходить (от какого-л. дела), бросать (какое-л. дело);

    τραβάω το διάβολο μου (με κάποιον) — измучиться (с кем-л.);

    τραβά η καρδιά μου... — сердце просит...; — мне очень хочется...;

    τον τραβά από τη μύτη — она водит его за нос;

    ο μήνας τραβάει τριανταμία — в этом месяце тридцать один день;

    τα ίδια τράβηξε και με τον άλλο то же самое произошло и с другим;

    τό ντουφέκι μου τραβάει πενήντα μέτρα — моё ружьё бьёт на пятьдесят метров;

    2. αμετ.
    1) идти, направляться;

    πού τραβας; — куда ты направился?;

    τράβα ίσια иди прямо;
    τράβα πάρα πέρα посторонись; 2) тянуть, обладать тягой (о печи и т. п.);

    αυτό το τζάκι δέντραβάει — в этой печи плохая тяга;

    3) тянуться, длиться; затягиваться;
    η αρρώστεια μου τράβηξε δυό μήνες болезнь моя длилась два месяца;

    τραβάει σε μάκρος αύτη η δουλειά — работа затягивается;

    4) затягиваться (папиросой и т. п.);
    § τράβα εμπρός! а) проходи!; б) вперёд!, не трусь!; τράβα στη δουλειά σου занимайся своим делом, не лезь в чужие дела;

    τραβιέμαι, τραβιοδμαι, τραβιώμαι

    1) — уходить, удаляться; — отходить;

    τραβιέμαι από την πολιτική — отойти от политики;

    2) быть сносным, терпимым;

    δεν τραβιέται αυτός ο καημός — это невыносимое горе;

    3) иметь спрос (о товаре);
    4) сторониться; τραβήξου! посторонись!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τραβώ

  • 3 αποτραβώ

    (α) (αόρ. αποτράβηξα) μετ.
    1) отодвигать, оттаскивать; убирать (ноги и т. п.); 2) извлекать, вычерпывать (оставшуюся жидкость);

    § αποτραβώ την ουρά μου από... — отходить подальше (от неприятного дела);

    αποτραβιέμαι, αποτραβιοδμαι — удаляться, отходить (от дел и т. п.); — держаться подальше;

    ν' αποτραβηχθείς απ' αυτή τη παρέα — ты брось эту компанию;

    αποτραβήχτηκε απ' το εμπόριο — он перестал заниматься торговлей;

    αποτραβήχτηκε απ' την πολιτική — он отошёл от политики

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αποτραβώ

  • 4 ισχύς

    (-ύος) η
    1) потенция, потенциал, сила; мощь, мощность;

    οικονομική ισχύς — а) экономическая мощь; — б) экономический потенциал;

    η πολιτική της ισχύος — политика с позиции силы;

    στερεώνω την ισχύ — крепить мощь;

    2) влияние, могущество;
    3) юр. действие, действительность; законность, сила;

    ισχύς του εγγράφου — сила, действительность документа;

    τίθεμαι εν ισχύϊ — войти в силу;

    η ισχ τού νόμου αρχίζει από... — закон вступает в силу с...;

    θέτω σε ισχύ — вводить в действие (договор, соглашение);

    αναδρομική ισχύς τού νόμου — обратная сила закона;

    4) физ. мощность;

    κινητήρας ( — или γεννήτρια) μεγάλης ισχύος — мощный двигатель;

    ηλεκτροσταθμός ισχύος πεντακοσίων κιλοβάτ — электростанция мощностью в пятьсот киловатт

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ισχύς

  • 5 παραιτώ

    (ε) см. παρατώ;

    παραιτούμαι (αόρ. παρατήθηκα — и παρητήθην)

    1) — отказываться, отрекаться (от права, престола и т. п.);

    παραιτοθμαι των απαιτήσεων (από την προηγούμενη πολιτική) — отказываться от претензий, требований (от прежней политики);

    2) подавить, уходить в отставку;
    ο υπουργός παρατήθηκε министр ушёл или подал в отставку

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > παραιτώ

См. также в других словарях:

  • πολιτική — Στην κοινή γλώσσα η λέξη π. έχει δύο έννοιες: μια γενική και μια ειδική. Στη γενική της έννοια σημαίνει, περίπου, γραμμή συμπεριφοράς, και χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τις μορφές ενέργειας ενός ή πολλών ανθρώπων, κατά σχετικά σταθερό τρόπο,… …   Dictionary of Greek

  • οικονομική πολιτική — Το σύνολο των ενεργειών με τις οποίες το κράτος ρυθμίζει τις πρωτοβουλίες των ατόμων και των ιδιωτικών επιχειρήσεων και τροποποιεί τις γενικές συνθήκες μέσα στις οποίες αναπτύσσονται αυτές, ώστε να πετύχει ορισμένους σκοπούς. Για να το κατορθώσει …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… …   Dictionary of Greek

  • ηράκλειος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (610 641 μ.Χ.), η βασιλεία του οποίου αποτέλεσε σταθμό για τη βυζαντινή ιστορία. Τα μεγάλα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Η. ήταν εξωτερικά (η περσική απειλή από τα Α και η …   Dictionary of Greek

  • Ειρήνη η Αθηναία — (750; – 802). Αυτοκράτειρα του Βυζαντίου (797 802), σύζυγος του Λέοντα Δ’ του Χάζαρου (775 780) και μητέρα του Κωνσταντίνου ΣΤ’, τον οποίο ο Λέων είχε ανακηρύξει συμβασιλέα του λίγο πριν πεθάνει. Η Ε. κυβέρνησε το κράτος στο όνομα του γιου της… …   Dictionary of Greek

  • Γαζής, Άνθιμος — (Μηλιές Πηλίου 1758; – Σύρος 1828). Διδάσκαλος του Γένους και Φιλικός. Μετά τις σπουδές του στη γενέτειρά του και στην Κωνσταντινούπολη, εγκαταστάθηκε το 1796 στη Βιέννη ως εφημέριος του ναού της ελληνικής παροικίας της πόλης. Η δράση του όμως… …   Dictionary of Greek

  • Χαμουδόπουλος — Επώνυμο Ελλήνων δημοσιογράφων. 1. Αντώνιος (Σμύρνη 1890 – ;). Σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή. Από το 1913 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου διετέλεσε συντάκτης πολλών εφημερίδων και αργότερα ανταποκριτής στη Ρώμη. Από το 1925 ήταν ανταποκριτής του… …   Dictionary of Greek

  • Βαν Μπιούρεν, Μάρτιν — (Martin Van Buren, 1782 1862). Αμερικανός πολιτικός και πρόεδρος των ΗΠΑ (1837 41). Σπούδασε νομικά και ασχολήθηκε με την πολιτική από αρκετά νωρίς. Εντάχθηκε στο Δημοκρατικό Κόμμα και εξελέγη επανειλημμένα γερουσιαστής. Όταν έγινε πρόεδρος ο… …   Dictionary of Greek

  • Σπίνι, Τζιόρτζιο — (Spini). Ιταλός ιστορικός (Φλωρεντία 1916). Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Μεσίνα απ’ όπου αποφοίτησε το 1959 και δίδαξε σαν υφηγητής ιστορία στη Φλωρεντία. Έχει εκδώσει πολυάριθμες εργασίες αξιόλογες ιδιαίτερα στον πολιτικο θρησκευτικό τομέα. Απ’ …   Dictionary of Greek

  • πανσλαβισμός — Πολιτική και πολιτιστική κίνηση, της οποίας η ιδεολογική αφετηρία πρέπει να αναζητηθεί στους τελευταίους αιώνες του Μεσαίωνα. Ο όρος π. δεν είναι σλαβικός (προτάθηκε από τον Χέρκελ το 1826) και το περιεχόμενο του δεν είναι πάντοτε σαφές. Η θεωρία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»